Guadeloupéen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
Guadeloupéen | Guadeloupéens |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Guadeloupéen (fr) αρσενικό
- (εθνικό όνομα) o κάτοικος της Γουαδελούπης
Δείτε επίσης : guadeloupéen |
ενικός | πληθυντικός |
Guadeloupéen | Guadeloupéens |
Guadeloupéen (fr) αρσενικό