Händler
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Händler (de)
Σουηδικά (sv)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Händler < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Händler αρσενικό ή θηλυκό