Hammer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Hammer | die | Hämmer |
γενική | des | Hammers | der | Hämmer |
δοτική | dem | Hammer | den | Hämmern |
αιτιατική | den | Hammer | die | Hämmer |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈhamɐ/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ham‐mer
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Hammer (de) αρσενικό