Hammer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Hammer | die Hämmer |
γενική | des Hammers | der Hämmer |
δοτική | dem Hammer | den Hämmer |
αιτιατική | den Hammer | die Hämmer |
Hammer (de) αρσενικό