Haschischraucherin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Haschischraucherin (de) θηλυκό (αρσενικό Haschischraucher)
Haschischraucherin (de) θηλυκό (αρσενικό Haschischraucher)