Haut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Haut | die Häute |
γενική | der Haut | der Häute |
δοτική | der Haut | den Häuten |
αιτιατική | die Haut | die Häute |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Haut (de) θηλυκό