Haut
Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά
(de)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
die
Haut
die
Häut
e
γενική
der
Haut
der
Häut
e
δοτική
der
Haut
den
Häut
en
αιτιατική
die
Haut
die
Häut
e
Προφορά
[
επεξεργασία
]
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
(
βοήθεια
·
αρχείο
)
Ουσιαστικό
[
επεξεργασία
]
Haut
(de)
θηλυκό
το
δέρμα
η
πέτσα
Κατηγορίες
:
Ουσιαστικά θηλυκά (γερμανικά)
Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
Γερμανική γλώσσα
Ουσιαστικά (γερμανικά)
Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
Μενού πλοήγησης
Προσωπικά εργαλεία
Δίχως Σύνδεση
Σελίδα συζήτησης αυτής της διεύθυνσης IP
Συνεισφορές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Ονοματοχώροι
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Προβολές
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Περισσότερα
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία
Σελίδες συζήτησης
Νέα συντακτών
Νέες σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Βοήθεια
Πρότυπα
Δωρεές
Εργαλειοθήκη
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Ειδικές σελίδες
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Άλλες γλώσσες
Asturianu
Български
Brezhoneg
Čeština
Dansk
Deutsch
English
Español
Eesti
فارسی
Suomi
Na Vosa Vakaviti
Français
Galego
Hrvatski
Magyar
Bahasa Indonesia
Ido
Íslenska
Italiano
日本語
ಕನ್ನಡ
한국어
Kurdî
Lëtzebuergesch
Malagasy
Nederlands
Occitan
Polski
Português
Русский
Sängö
Slovenčina
Gagana Samoa
Svenska
ไทย
Türkçe
中文
Bân-lâm-gú