ISP
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Από τα αρχικά των λέξεων: Internet Service Provider
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /aɪ.ɑɹ.ˈsiː/
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ISP (en) αρκτικόλεξο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
ISP στη Βικιπαίδεια