Inhalt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Inhalt | die Inhalte |
γενική | des Inhalts des Inhaltes |
der Inhalte |
δοτική | dem Inhalt | den Inhalten |
αιτιατική | den Inhalt | die Inhalte |
Inhalt (de) αρσενικό
- το περιεχόμενο