Μετάβαση στο περιεχόμενο

Karotte

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Karotte die Karotten
γενική der Karotte der Karotten
δοτική der Karotte den Karotten
αιτιατική die Karotte die Karotten

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Karotte < (άμεσο δάνειο) γαλλική carotte < λατινική carota < αρχαία ελληνική καρωτόν [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kaˈʁɔtə/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Karotte (de) θηλυκό

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Karotte στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Karotte - Duden online.
  2. Karotte - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).