Μετάβαση στο περιεχόμενο

Kilpi

Από Βικιλεξικό

Φινλανδικά (fi)

[επεξεργασία]

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kilpi (fi)



Σουηδικά (sv)

[επεξεργασία]

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kilpi < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kilpi αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden