Kindererziehung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Kindererziehung | die | Kindererziehungen |
γενική | der | Kindererziehung | der | Kindererziehungen |
δοτική | der | Kindererziehung | den | Kindererziehungen |
αιτιατική | die | Kindererziehung | die | Kindererziehungen |
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Kindererziehung (de) θηλυκό
- η εκπαίδευση, η μόρφωση
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Kind