Kinderlähmung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Kinderlähmung | die | Kinderlähmungen |
γενική | der | Kinderlähmung | der | Kinderlähmungen |
δοτική | der | Kinderlähmung | den | Kinderlähmungen |
αιτιατική | die | Kinderlähmung | die | Kinderlähmungen |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Kinderlähmung (de) θηλυκό
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη Kind