Klitorisvorhaut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Klitorisvorhaut | die | Klitorisvorhäute |
γενική | der | Klitorisvorhaut | der | Klitorisvorhäute |
δοτική | der | Klitorisvorhaut | den | Klitorisvorhäuten |
αιτιατική | die | Klitorisvorhaut | die | Klitorisvorhäute |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Klitorisvorhaut (de) θηλυκό
- το δέρμα που περιβάλλει την κλειτορίδα