Kochkunst

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Kochkunst < kochen + Kunst

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Kochkunst (de) θηλυκό

  1. η τέχνη της μαγειρικής
  2. η ικανότητα ενός ατόμου να φτιάχνει ωραία φαγητά, με ευχάριστη γεύση και με όμορφη εμφάνιση

Συνώνυμα[επεξεργασία]