Kochkunst
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Kochkunst (de) θηλυκό
- η τέχνη της μαγειρικής
- η ικανότητα ενός ατόμου να φτιάχνει ωραία φαγητά, με ευχάριστη γεύση και με όμορφη εμφάνιση