Konstruktion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Konstruktion | die | Konstruktionen |
γενική | der | Konstruktion | der | Konstruktionen |
δοτική | der | Konstruktion | den | Konstruktionen |
αιτιατική | die | Konstruktion | die | Konstruktionen |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Konstruktion (de) θηλυκό