Kontakt

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: kontakt, kontakt-

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Kontakt (de) αρσενικό

  1. επαφή
    mit jemandem Kontakt aufnehmen - έρχομαι σε επαφή με κάποιον

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]