Kontakt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Kontakt (de) αρσενικό
- επαφή
- mit jemandem Kontakt aufnehmen - έρχομαι σε επαφή με κάποιον