Μετάβαση στο περιεχόμενο

Kraft

Από Βικιλεξικό

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kraft (fr) αρσενικό



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική die Kraft die Kräfte
γενική der Kraft der Kräfte
δοτική der Kraft den Kräften
αιτιατική die Kraft die Kräfte

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Kraft (de) θηλυκό

  1. η δύναμη
  2. η ισχύς

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kraft (de)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kraft < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kraft θηλυκό

  • Finnish Digital and Population Information Agency, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, ενημέρωση δημοτολογίου μέχρι τις 31/7/2023 ,



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kraft < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kraft αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kraft < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kraft αρσενικό ή θηλυκό

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Kraft < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Kraft αρσενικό ή θηλυκό

  • Statistisk sentralbyrå / Statistics Norway, 12891: Last names used by 200 persons or more, by last name, contents and year, ανακτήθηκε 6/9/2023