Kreis

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: kreis

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Kreis die Kreise
γενική des Kreises der Kreise
δοτική dem Kreis
Kreise
den Kreisen
αιτιατική den Kreis die Kreise

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Kreis < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική kreiʒ < παλαιά άνω γερμανική kreiʒ [1] [2]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /kʁaɪ̯s/
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Kreis (de) αρσενικό

  1. (γεωμετρία) ο κύκλος
  2. ομάδα, κύκλος ατόμων
  3. ο νομός, η επαρχία
     συνώνυμα: Landkreis

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

  • Kreis στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Kreis - Duden online.
  2. Kreis - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).