Kreis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Kreis | die Kreise |
γενική | des Kreises | der Kreise |
δοτική | dem Kreis dem Kreise |
den Kreisen |
αιτιατική | den Kreis | die Kreise |
Kreis (de) αρσενικό