Kreis
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Kreis | die | Kreise |
γενική | des | Kreises | der | Kreise |
δοτική | dem | Kreis Kreise |
den | Kreisen |
αιτιατική | den | Kreis | die | Kreise |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Kreis < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική kreiʒ < παλαιά άνω γερμανική kreiʒ [1] [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Kreis (de) αρσενικό
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
- Freundeskreis
- kreisförmig
- Kreislauf
- Kreislinie
- Kreisverkehr
- Kreiszahl
- Polarkreis
- Schaltkreis
- Stadtkreis
- Stromkreis
- Teufelskreis
- Tierkreis
- Wahlkreis
- Wendekreis
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Kreis στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά αρσενικά (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Γεωμετρία (γερμανικά)