Kunst
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Kunst | die | Künste |
γενική | der | Kunst | der | Künste |
δοτική | der | Kunst | den | Künsten |
αιτιατική | die | Kunst | die | Künste |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Kunst (de) θηλυκό
- η τέχνη