Löwe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 
 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Löwe (de) θηλυκό

  1. ο Λέων (αστερισμός)
  2. (θηλαστικό ζώο) το λιοντάρι



Σουηδικά (sv)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Löwe < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Löwe αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Last names with at least 10 bearers among persons registered on 31 December of each year. Year 1999 - 2020, Statistics Sweden [1]



Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Löwe < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Löwe αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023 [2]