Lügner
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Lügner | die | Lügner |
γενική | des | Lügners | der | Lügner |
δοτική | dem | Lügner | den | Lügnern |
αιτιατική | den | Lügner | die | Lügner |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Lügner (de) αρσενικό (θηλυκό Lügnerin)
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη Lüge
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Lügner < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Lügner αρσενικό ή θηλυκό