Lügnerin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Lügnerin | die | Lügnerinnen |
γενική | der | Lügnerin | der | Lügnerinnen |
δοτική | der | Lügnerin | den | Lügnerinnen |
αιτιατική | die | Lügnerin | die | Lügnerinnen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈlyːɡnəʁɪn/
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Lügnerin (de) θηλυκό