LPT
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
LPT | LPTs |
LPT (en) αρκτικόλεξο
- (πληροφορική) συντομογραφία του line printer
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
- LPT (disambiguation) στην αγγλική Βικιπαίδεια