Lebensmittel
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈleːbn̩sˌmɪtl̩/
- ⓘ
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Lebensmittel (de) ουδέτερο, συχνά πληθυντικός
- τα τρόφιμα