Lehre
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | die Lehre | die Lehren |
γενική | der Lehre | der Lehren |
δοτική | der Lehre | den Lehren |
αιτιατική | die Lehre | die Lehren |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Lehre (de) θηλυκό
- η επαγγελματική εκπαίδευση
- η θεωρία
- η διδασκαλία
- το δίδαγμα, το μάθημα, η συμβουλή