Lehrerin
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Lehrerin | die | Lehrerinnen |
γενική | der | Lehrerin | der | Lehrerinnen |
δοτική | der | Lehrerin | den | Lehrerinnen |
αιτιατική | die | Lehrerin | die | Lehrerinnen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Lehrerin (de) θηλυκό
- (επάγγελμα, εκπαίδευση) η δασκάλα