Lehrstelle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Lehrstelle (de) θηλυκό
- η θέση για μάθηση (π.χ. σε ένα σχολείο, πανεπιστήμιο, κλπ.)
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη lehren