Μετάβαση στο περιεχόμενο

Leiden

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Leiden die Leiden
γενική des Leidens der Leiden
δοτική dem Leiden den Leiden
αιτιατική das Leiden die Leiden

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Leiden (de) ουδέτερο

  1. ο πόνος
     συνώνυμα: der Schmerz (de)
  2. η ασθένεια, η πάθηση
     συνώνυμα: die Krankheit (de)
  3. το βάσανο, το πάθος
     συνώνυμα: die Qual (de)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Leiden < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Leiden αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023