Lesen
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Lesen (de)
- η ανάγνωση
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Lesen < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Lesen αρσενικό ή θηλυκό