Lys
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Διεθνείς όροι[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
Lys
- (βιοχημεία) συντομογραφία του αμινοξέος λυσίνη. Συμβολίζεται και με K
Δανικά (da)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Lys < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Lys θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Den samlede liste over for- og efternavne i Region Nordjylland (Ο πλήρης κατάλογος των ονομάτων και των επωνύμων στην περιοχή Βόρεια Γιούτλαντ), nordjyske.dk, ανακτήθηκε στις 13/9/2023 [1]