Möglichkeit
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Möglichkeit (de) θηλυκό
- η δυνατότητα
- die Möglichkeiten sind ziemlich begrenzt - οι δυνατότητες είναι αρκετά περιορισμένες
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη möglich