Mühe
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Mühe (de) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- es ist der Mühe wert, es ist die Mühe wert: αξίζει τον κόπο