Mühe

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Mühe (de) θηλυκό

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • es ist der Mühe wert, es ist die Mühe wert: αξίζει τον κόπο