Mauricien
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
Mauricien | Mauriciens |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Mauricien (fr) αρσενικό
- (εθνικό όνομα) o κάτοικος του Μαυρίκιου
Δείτε επίσης : mauricien |
ενικός | πληθυντικός |
Mauricien | Mauriciens |
Mauricien (fr) αρσενικό