Mert
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Mert < (άμεσο δάνειο) περσική مرد (mard, άνδρας)
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Mert (tr)