Mitgliedschaft

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Mitgliedschaft < Mitglied

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Mitgliedschaft (de) θηλυκό

  • το να γίνεται κάποιος μέλος