Mittel
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Mittel (de) ουδέτερο
- το μέσο
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Mittel < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Mittel αρσενικό ή θηλυκό