Moral
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Moral (de) θηλυκό
- η ηθική
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Moral < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Moral αρσενικό ή θηλυκό