Motte

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: motte

Γερμανικά (de)[επεξεργασία]

(2) Motte.

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

Motte (de) θηλυκό

  1. (έντομο) ο σκόρος
  2. οχυρωματικό έργο αποτελούμενο από τεχνητό λοφίσκο επί του οποίου υπήρχε πύργος

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Motte αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Familienforschung in Westpreußen, ανακτήθηκε στις 20/8/2023 [1], [2]



Φλαμανδικά (vls)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Motte < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Motte αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [3]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Flandre, Wallonie του Βελγίου



Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

Motte < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα[επεξεργασία]

Motte αρσενικό ή θηλυκό

Πηγές[επεξεργασία]

  • Top 10.000 des noms de famille en Belgique au 1/01/2017, Statbel, Βελγικό Στατιστικό Γραφείο, ανακτήθηκε στις 1/8/2023, [4]: Το επώνυμο αυτό εμφανίζεται στις Περιοχές: Belgique, Flandre, Wallonie του Βελγίου