Μετάβαση στο περιεχόμενο

Musiker

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική der Musiker die Musiker
γενική des Musikers der Musiker
δοτική dem Musiker den Musikern
αιτιατική den Musiker die Musiker

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Musiker < Musik + -er (από τον 18ο αιώνα) < παλιότερα: Musikus < λατινική mūsicus < αρχαία ελληνική μουσικός

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmuːzikɐ/ & /ˈmuːzɪkɐ/
 
 
τυπογραφικός συλλαβισμός: Musiker

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Musiker (de) αρσενικό (θηλυκό Musikerin)

  • Musiker - Duden online.
  • Musiker - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).