Musiker
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | der Musiker | die Musiker |
γενική | des Musikers | der Musiker |
δοτική | dem Musiker | den Musikern |
αιτιατική | den Musiker | die Musiker |
Musiker (de) αρσενικό (θηλυκό Musikerin)
- ο μουσικός