Μετάβαση στο περιεχόμενο

Nacktheit

Από Βικιλεξικό

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Nacktheit < λείπει η ετυμολογία

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Nacktheit (de) θηλυκό

  • Nacktheit - Duden online.
  • Nacktheit - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).