Notlandung
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | die | Notlandung | die | Notlandungen |
γενική | der | Notlandung | der | Notlandungen |
δοτική | der | Notlandung | den | Notlandungen |
αιτιατική | die | Notlandung | die | Notlandungen |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Notlandung (de) θηλυκό