OP

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

OP < Original Poster
OP < Original Post

Συντομομορφή[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
OP OPs

OP (en) ακρωνύμιο

  1. (διαδίκτυο) συντομογραφία του original poster: αυτός που ξεκινάει (θέτει) πρώτος ένα θέμα για συζήτηση
  2. (διαδίκτυο) συντομογραφία του original post: το θέμα μιας συζήτησης, η πρώτη ανάρτηση σε συζήτηση