Osten
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Osten | — | |
γενική | des | Ostens | — | |
δοτική | dem | Osten | — | |
αιτιατική | den | Osten | — |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Osten (de) αρσενικό, μόνο στον ενικό
- η ανατολή