Oxford
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Oxford < αγγλοσαξονική ox + ford. Κυριολεκτικά «Βόσπορος».
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Oxford (en)
Παράγωγα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Oxford στην αγγλική Βικιπαίδεια
(σελίδα αποσαφήνισης)
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Oxford < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Oxford αρσενικό ή θηλυκό