Μετάβαση στο περιεχόμενο

Oxford

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Oxford < αγγλοσαξονική ox + ford. Κυριολεκτικά «Βόσπορος».

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Oxford (en)

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Oxford στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια (σελίδα αποσαφήνισης)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Oxford < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Oxford αρσενικό ή θηλυκό

  • English surnames, UK's General Register Office 1849, originally sourced from surnamestudies.org.uk and attributed to Peter Christian, ανακτήθηκε στις 3/9/2023