PCB
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
PCB | PCBs |
PCB (en) αρκτικόλεξο
- (ηλεκτρονική) συντομογραφία του printed circuit board: πλακέτα τυπωμένου κυκλώματος
- ≈ συνώνυμα: (εν συντομία) board, circuit board
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
PCB στην αγγλική Βικιπαίδεια