PEL

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

PEL < Picture ELement

Συντομομορφή[επεξεργασία]

PEL (en)

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

  • pel (σπάνιο)

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. από αναζήτηση «picture element» στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.