PIN
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
PIN | PINs |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- PIN < Personal Identification Number
Συντομομορφή
[επεξεργασία]- το πιν
Δείτε επίσης : pin |
ενικός | πληθυντικός |
PIN | PINs |