POS
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Συντομομορφή[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
POS | POSes |
POS (en)
- (γραμματική) συντομογραφία του part of speech, μέρος του λόγου
- (οικονομία) συντομογραφία του point of sale
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Από τα αρχικά των λέξεων:
- Plan d'Occupation des Sols
- Parti Ouvrier Socialiste
Συντομομορφή[επεξεργασία]
POS (fr) αρσενικό άκλιτο
- (Γαλλία) πολεοδομικό σχέδιο που δείχνει τη χρήση του εδάφους τμήματος μιας κοινότητας
- (Βέλγιο) μικρό κόμμα της άκρας αριστεράς