Paradies
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Paradies | die | Paradiese |
γενική | des | Paradieses | der | Paradiese |
δοτική | dem | Paradies Paradiese |
den | Paradiesen |
αιτιατική | das | Paradies | die | Paradiese |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Paradies (de) ουδέτερο
- (θρησκεία) παράδεισος
- (μεταφορικά) όμορφος και ευχάριστος τόπος που προκαλεί ευδαιμονία
- Dieser Freizeitpark ist ein Paradies für Kinder
- Αυτό το λούνα παρκ είναι ένας παράδεισος για τα παιδιά.
- Dieser Freizeitpark ist ein Paradies für Kinder
- (αρχιτεκτονική) ο νάρθηκας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]-
Paradies στη γερμανική Βικιπαίδεια
Αναφορές
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Paradies < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Paradies αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- Paradies < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
[επεξεργασία]Paradies αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εκκλησιαστικά λατινικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Θρησκεία (γερμανικά)
- Αρχιτεκτονική (γερμανικά)
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)
- Κύρια ονόματα (γερμανικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (γερμανικά)