Μετάβαση στο περιεχόμενο

Paradies

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική das Paradies die Paradiese
γενική des Paradieses der Paradiese
δοτική dem Paradies
Paradiese
den Paradiesen
αιτιατική das Paradies die Paradiese

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Paradies < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική paradîse < παλαιά άνω γερμανική paradîsi < εκκλησιαστική λατινική paradisus < ελληνιστική κοινή παράδεισος < περσική [1] [2]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /paʁaˈdiːs/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

Paradies (de) ουδέτερο

  1. (θρησκεία) παράδεισος
    Glaubst, du dass Menschen ins Paradies kommen, wenn sie sterben?
    Πιστεύεις ότι οι άνθρωποι πάνε στον παράδεισο όταν πεθαίνουν;
     συνώνυμα: Himmel
     αντώνυμα: Hölle
  2. (μεταφορικά) όμορφος και ευχάριστος τόπος που προκαλεί ευδαιμονία
    Dieser Freizeitpark ist ein Paradies für Kinder
    Αυτό το λούνα παρκ είναι ένας παράδεισος για τα παιδιά.
  3. (αρχιτεκτονική) ο νάρθηκας
     συνώνυμα: Narthex

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • Paradies στη γερμανική Βικιπαίδεια Λήμμα στη γερμανική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Paradies - Duden online.
  2. Paradies - Digitales Wörterbuch der deutschen Sprache [Ψηφιακό λεξικό της γερμανικής γλώσσας]. Berlin-Brandenburgische Akademie der Wissenschaften (BBAW) (Ακαδημία Επιστημών [και Ανθρωπιστικών Επιστημών] του Βερολίνου-Βρανδεμβούργου).



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Paradies < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Paradies αρσενικό ή θηλυκό

  • Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Paradies < λείπει η ετυμολογία

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Paradies αρσενικό ή θηλυκό

  • TNG-Adler, Liste der Nachnamen, ανακτήθηκε στις 29/9/2023