Paradies
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | das | Paradies | die | Paradiese |
γενική | des | Paradieses | der | Paradiese |
δοτική | dem | Paradies Paradiese |
den | Paradiesen |
αιτιατική | das | Paradies | die | Paradiese |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Paradies < (κληρονομημένο) μέση άνω γερμανική paradîse < παλαιά άνω γερμανική paradîsi < εκκλησιαστική λατινική paradisus < ελληνιστική κοινή παράδεισος < περσική [1] [2]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Paradies (de) ουδέτερο
- (θρησκεία) παράδεισος
- (μεταφορικά) όμορφος και ευχάριστος τόπος που προκαλεί ευδαιμονία
- Dieser Freizeitpark ist ein Paradies für Kinder
- Αυτό το λούνα παρκ είναι ένας παράδεισος για τα παιδιά.
- Dieser Freizeitpark ist ein Paradies für Kinder
- (αρχιτεκτονική) ο νάρθηκας
[επεξεργασία]
Σύνθετα[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Paradies στη γερμανική Βικιπαίδεια
[επεξεργασία]
Ιταλικά (it)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Paradies < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Paradies αρσενικό ή θηλυκό
Πηγές[επεξεργασία]
- Pagine Bianche, ανακτήθηκε στις 22/8/2023 [1]
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά ουδέτερα (γερμανικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τη μέση άνω γερμανική (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά άνω γερμανικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα εκκλησιαστικά λατινικά (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (γερμανικά)
- Προέλευση λέξεων από τα περσικά (γερμανικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (γερμανικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (γερμανικά)
- Γερμανική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γερμανικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γερμανικά)
- Θρησκεία (γερμανικά)
- Αρχιτεκτονική (γερμανικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (ιταλικά)
- Ιταλική γλώσσα
- Κύρια ονόματα (ιταλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ιταλικά)
- Επώνυμα κοινού γένους (ιταλικά)