Pedant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Pedant | die | Pedanten |
γενική | des | Pedanten | der | Pedanten |
δοτική | dem | Pedanten | den | Pedanten |
αιτιατική | den | Pedanten | die | Pedanten |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Pedant (de) αρσενικό
- κάποιος που είναι σχολαστικός