Pfeffer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
ονομαστική | der | Pfeffer | — | |
γενική | des | Pfeffers | — | |
δοτική | dem | Pfeffer | — | |
αιτιατική | den | Pfeffer | — |
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
Pfeffer (de) αρσενικό